- πεντάμορφος
- -η, -ο1. ο εξαιρετικά όμορφος, ωραιότατος: Η πεντάμορφη κόρη του παραμυθιού.2. Πεντάμορφη όνομα σε παιδικά παραμύθια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… … Dictionary of Greek
πεντάμορφον — πεντάμορφος having five shapes masc/fem acc sg πεντάμορφος having five shapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμόρφου — πεντάμορφος having five shapes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
πανέμορφος — η, ο πολύ όμορφος, ωραιότατος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έμορφος] … Dictionary of Greek
παντεύμορφος — ον, Μ πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εὔμορφος] … Dictionary of Greek
πεντάσχημος — η, ο / πεντάσχημος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο υπερβολικά άσχημος αρχ. αυτός που έχει πέντε διαφορετικά σχήματα ή μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος. Ο τ. με την νεοελλ. σημ. «υπερβολικά άσχημος» < πεντ με επιτ. σημ.… … Dictionary of Greek
πεντέμορφος — ον, Α βλ. πεντάμορφος … Dictionary of Greek
χιλιοέμορφος — η, ο, Ν πολύ όμορφος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + έμορφος] … Dictionary of Greek